- ταβάς
- οπληθ. -άδες, και νταβάς, ο (λ. τουρκ.), ταψί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταβάς — και νταβάς, ο, Ν είδος αβαθούς και κυκλικού μαγειρικού σκεύους, ταψί, κατασκευασμένο συνήθως από σφυρηλατημένο χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tava] … Dictionary of Greek
νταβάς — (I) ο βλ. ταβάς. (II) ο δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dava «δίκη»]. (III) ο βλ. νταβατζής … Dictionary of Greek
Τάβαι — Αρχαία πόλη της Καρίας στη Μικρά Ασία, που βρισκόταν σε οχυρή θέση της δυτικής πλευράς του όρους Σαλβάκου, κοντά στα σύνορα της Φρυγίας. Οι Ταβηνοί ήταν εξελληνισμένοι Φρύγες, Πισίδες και Κάρες. Βοήθησαν τους Ρωμαίους στον αγώνα τους κατά του… … Dictionary of Greek
νταβάς — νταβάς, ο και ταβάς, ο (λ. τουρκ.), ρηχό και πλατύτερο από τη χύτρα μαγειρικό σκεύος από χαλκό ή πηλό, αλλ. μικρό ταψί: Σήμερα έχουμε φασόλια στον ταβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)